επιτριβή — ἐπιτριβή, ἡ (Α) [επιτρίβω] 1. πρόκληση, ερεθισμός 2. συντριβή, καταστροφή, καταδίκη 3. ζημιά, βλάβη, εμπόδιο («ἐπὶ τῇ τούτων ἐπιτριβῇ καὶ φυσιώσει», Ευσ.) 4. εναντίωση, επιμονή … Dictionary of Greek
ἐπιτριβή — irritation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτριβῇ — ἐπιτρίβω rub on the surface aor subj pass 3rd sg ἐπιτριβή irritation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτριβῆι — ἐπιτριβῇ , ἐπιτρίβω rub on the surface aor subj pass 3rd sg ἐπιτριβῇ , ἐπιτριβή irritation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτριβῆς — ἐπιτριβή irritation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτριβήν — ἐπιτριβή irritation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)